εμπλουτισμός

εμπλουτισμός
Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που εφαρμόζονται σε βιομηχανική κλίμακα. Τα υλικά που εξάγονται από τα ορυχεία δεν μπορούν να υποβληθούν κατευθείαν στις λειτουργίες διύλισης και στις μεταλλευτικές διαδικασίες, επειδή περιέχουν ποικίλες άχρηστες ουσίες. Εξάλλου, οι σύγχρονοι τρόποι εξαγωγής και καθαρισμού απαιτούν πρώτες ύλες οι οποίες έχουν ομοιόμορφη κοκκώδη σύσταση, με ενιαία και υψηλή εκατοστιαία σύνθεση. Οι απαραίτητες αυτές προϋποθέσεις ικανοποιούνται με τον ε., που μπορεί να πραγματοποιηθεί με φυσικές, χημικές και φυσικοχημικές μεθόδους· ακόμα, αν χρειαστεί, μπορεί να προηγηθεί λειοτρίβηση, κονιοποίηση και κοσκίνισμα. Ο ε. στηρίζεται κυρίως στις ακόλουθες διεργασίες: απομάκρυνση της λάσπης, μαγνητική κατεργασία, επίπλευση και καταβύθιση. Κατά την απομάκρυνση της λάσπης, το ορυκτό πολτοποιείται και διασπείρεται στο νερό, με σκοπό να απομακρυνθεί ένα μέρος από τις ουσίες που δεν είναι χρήσιμες. Αυτό πραγματοποιείται με μετάγγιση μετά την καταστάλαξη μέσα σε κατάλληλες δεξαμενές και με διοχέτευση σε κανάλια και κόσκινα. Στη μαγνητική κατεργασία το ορυκτό διέρχεται μέσα από μαγνητικό πεδίο, με σκοπό να γίνει ο διαχωρισμός των συστατικών εκείνων που έχουν διαφορετικές μαγνητικές ιδιότητες. Οι μαγνητικοί διαχωριστές μπορεί να λειτουργούν σε ξηρό ή υγρό περιβάλλον. Στους πρώτους, το υλικό περνά στεγνό από μαγνητισμένους κυλίνδρους με κατάλληλους ηλεκτρομαγνήτες· στους δεύτερους, το υλικό μεταφέρεται από το νερό και περνά από κινητές ταινίες που διατρέχουν ένα μαγνητικό πεδίο. Η καταβύθιση είναι μια υδροβαρομετρική διεργασία που στηρίζεται σε δύο ιδιότητες του μείγματος: την ποικιλία του ειδικού βάρους των διαφόρων συστατικών και τη διάφορη ταχύτητα καθίζησης που αποκτούν τα συστατικά σε ένα υγρό, όταν μετατρέπονται σε κόκκους ίσων διαστάσεων. Η μέθοδος αυτή ακολουθείται για την εξαγωγή του χρυσού από την άμμο των ποταμών. Αντίθετα με την επίπλευση, η καταβύθιση, που αποτελεί μία από τις παλαιότερες μεθόδους, πραγματοποιείται με μεγάλες ποσότητες ύδατος. Άλλοι τρόποι ε. είναι η χλωρίωση και η αμαλγαματοποίηση· η τελευταία χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη βιομηχανία εξαγωγής χρυσού και αργύρου. Στην πυρηνική τεχνολογία χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα διεργασίες ε. για να ληφθεί ουράνιο πλούσιο σε ισότοπα U235. Το σύνηθες ουράνιο αποτελείται από τα τρία ισότοπα με ατομική μάζα 238, 235 και 234 σε αναλογία 99,27%, 0,72% και 0,006% αντίστοιχα. Για πολεμική χρήση απαιτείται ουράνιο εμπλουτισμένο σε ισότοπο U235, ενώ για άλλους σκοπούς μπορεί να χρησιμοποιηθεί το πλουτώνιο που παρασκευάζεται από το ισότοπο U238, ύστερα από βομβαρδισμό με νετρόνια. Η διαδικασία ε. του ουρανίου κρατείται γενικά μυστική, είναι όμως γνωστό ότι η συνηθέστερη μέθοδος είναι η καταιόνηση με διάχυση. Η εγκατάσταση αποτελείται από μία σειρά μονάδων διάχυσης, στις οποίες το εξαφθοριούχο ουράνιο περνά, σε αέρια κατάσταση, μεταξύ πόρων πολύ μικρής διαμέτρου. Μια άλλη διεργασία ε. του ουρανίου είναι η ηλεκτρομαγνητική, η οποία στηρίζεται σε μονάδες που λειτουργούν με βάση την αρχή του φασματογράφου μαζών. Από τις συνηθέστερες μεθόδους εμπλουτισμού των ορυκτών είναι αυτές που βασίζονται στην επίπλευση και στον μαγνητισμό. Η πρώτη (σχήμα αριστερά) στηρίζεται στις ροφητικές ικανότητες του ορυκτού (1), που τεμαχίζεται και περικλείεται από ένα κατάλληλο αντιδραστήριο, που προκαλεί επίπλευση με την παρουσία μιας αέριας (φυσαλλίδες αέρα) και μιας υγρής φάσης (νερό)· 2) Το χρήσιμο μετάλλευμα παρασύρεται από τις φυσαλλίδες του αέρα και ύστερα συλλέγεται στον πυθμένα. Η μαγνητική μέθοδος (σχήμα δεξιά) στηρίζεται αντίθετα στον διάφορο βαθμό μαγνητικής διαπερατότητας των κόκκων του μεταλλεύματος· οι κόκκοι είτε προσκολλώνται (3) είτε όχι (4) στον στρεφόμενο κύλινδρο (1), μέσα στον οποίο βρίσκεται ένας σταθερός ηλεκτρομαγνήτης, ώσπου (οι προσκολλώμενοι) να αποκολληθούν εξαιτίας της βαρύτητας, όταν ο κύλινδρος βγει από το μαγνητικό πεδίο.
* * *
το
1. το να καθίσταται κάτι πλουσιότερο απ' ό,τι είναι στην ποσότητα ή στην ποιότητα («εμπλουτισμός τού εμπορεύματος, τού προσωπικού, τών γνώσεων, τής βιβλιοθήκης»)
2. (για δεξαμενές, λίμνες, αρδευτικά έργα κ.λπ.) η αύξηση τής ποσότητας νερού με κατάλληλα υδραυλικά έργα
3. η διασπορά γόνου ψαριών και άλλων υδροβίων σε ιχθυοτροφείο
4. φρ. «εμπλουτισμός μικροβίων» — η καλλιέργεια μικροβίων, η ανάπτυξή τους σε δεδομένο υλικό για διαγνωστικούς σκοπούς
5. φρ. «εμπλουτισμός μεταλλεύματος» — η κατεργασία μεταλλεύματος για να απομακρυνθούν οι άχρηστες προσμίξεις και να αυξηθεί η περιεκτικότητα σε χρήσιμα μέταλλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εμπλουτισμός — ο 1. η αύξηση της περιεκτικότητας ύλης σε ποσό και ποιο. 2. (για υπόγεια νερά), η αύξηση με υδραυλικά έργα της ποσότητας νερού που διοχετεύεται από υπόγειες πηγές: Εμπλουτισμός υδραγωγείου. 3. (χημ.), η αύξηση της περιεκτικότητας μεταλλεύματος σε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάνθιση — η (Α διάνθισις) [διανθίζω] 1. ανθοστόλισμα, διακόσμηση με άνθη 2. εμπλουτισμός λόγου με ωραίες εκφράσεις και ρητορικά σχήματα …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • δυσπρόσιο — Τρισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Dy· ανήκει στην ομάδα των σπάνιων γαιών (λανθανίδες) και έχει ατομικό αριθμό 66. Είναι γνωστά έξι ισότοπά του. Το δ. ανακαλύφθηκε το 1886 από τον Γάλλο χημικό Πολ Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμποντράν (1838 1912),… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… …   Dictionary of Greek

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

  • μεταλλόπλυση — η (μεταλργ.) ο καθαρισμός και ο εμπλουτισμός τών μεταλλευμάτων, ο οποίος γίνεται με φυσικές μεθόδους και κυρίως με πλύση …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνωση — η 1. εμπλουτισμός με οξυγόνο 2. χημ. ένωση μιας ουσίας με οξυγόνο, οξείδωση 3. φρ. «οξυγόνωση τού αίματος» βιολ. η ασταθής και αμφίδρομη δέσμευση τού οξυγόνου από την αιμοσφαιρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυγονῶ (πρβλ. γαλλ. oxygenation). Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”